- αποκουφαίνω
- (Α ἀποκωφοῡμαι, -όομαι)1. κάνω κάποιον εντελώς κουφό2. ενοχλώ στ' αφτιά, ξεκουφαίνωαρχ.(-ούμαι) κουφαίνομαι εντελώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκουφαίνω — ανα, άθηκα, κουφαίνω εντελώς κάποιον, ξεκουφαίνω κάποιον (με φωνές, θόρυβο κτλ.): Θα τον αποκουφάνετε τον παππού με τις φωνές σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκωφούμαι — βλ. αποκουφαίνω … Dictionary of Greek